- κατάγω
- (AM κατάγω)1. μέσ. κατάγομαιέλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο»)2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» — νικώ, θριαμβεύωαρχ.1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ», Πλάτ.)2. κατεβάζω τις ψυχές στον Άδη, οδηγώ στον κάτω κόσμο («ψυχὰς μνηστήρων κατάγων», Ομ. Οδ.)3. χαμηλώνω τη φωνή4. (σε επικλήσεις) κάνω κάποιον με μαγικό τρόπο να έρθει σε μένα («ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)5. οδηγώ προς τη θάλασσα («ἵππους δ' ἐξελάσας δῶκεν ἑταίροισινκατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας», Ομ. Ιλ.)6. φέρω κάποιον ή κάτι από το ανοιχτό πέλαγος στην ακτή («τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἴς ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.)7. καθελκύω, ρίχνω στη θάλασσα («κατασκευάσας γὰρ ἕλικα τὸ τηλικοῡτον σκάφος εἰς τὴν θάλασσαν κατήγαγε», Καλλίξ.)8. σύρω κάτι από τη θάλασσα, τραβώ προς την ξηρά9. καταλύω, σταθμεύω για ανάπαυση ή διανυκτέρευση («καταγομένων εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐν Πειραιεῑ», Δημοσθ.)10. φέρω κάποιον ή κάτι σε μια ορισμένη κατάσταση («ἐς κίνδυνον φανερὸν τὴν πόλιν καταγαγεῑν», Θουκ.)11. αναζητώ την προέλευση («ὅθεν δεῑ κατῆχθαι καὶ πῶς ἀποδεικνύειν», Φιλόδ.)12. επαναφέρω από εξορία («τοὺς φυγάδας καταγάγοι οἴκαδε», Ξεν.)13. αποκαθιστώ κάτι («ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας ἐς τὰς πόλεις κατάγειν παρασκευάζεσθε», Ηρόδ.)14. κλώθω15. βάζω να πλαγιάσει16. τεντώνω17. μέσ. α) καταπλέω, αράζω («κατηγάγοντο ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα», Ηρόδ.)β) (για χρόνο) τρέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἄγω «οδηγώ, φέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.